- Μαμελούκοι
- (από το αραβικό μαμλούκ = δούλος). Ονομασία στρατιωτικής κάστας αποτελούμενης από δούλους, σωματοφυλακής των σουλτάνων της Αιγύπτου αρχικά (9ος αι.), και της δυναστείας την οποία δημιούργησαν αποκτώντας αργότερα την εξουσία (12ος-19ος αι.). Η καταγωγή των δούλων ήταν κυρίως από την Τουρκία και την Κιρκασία. Περί το 1250, οι Μ. εξεγέρθηκαν και έγιναν κύριοι της χώρας για διάστημα μεγαλύτερο από δυόμισι αιώνες. Κατά το διάστημα της διακυβέρνησης της Αιγύπτου, δημιούργησαν δύο κλάδους, των Βαχριτών και των Βουργιτών κατά τους δυτικούς ιστορικούς, ή των Τουρκων και των Κιρκάσιων κατά τους μουσουλμάνους. Κατά γενική ομολογία, την περίοδο των Βαχριτών ή Τούρκων αντιστοίχως, το κράτος των Μ. (το οποίο περιελάμβανε την Αίγυπτο και τη Συρία) άκμασε, ενώ την περίοδο διακυβέρησης του άλλου κλάδου περιήλθε σε παρακμή, κυρίως εξαιτίας των συχνών αγώνων για τη διαδοχή, τους οποίους υποκινούσαν οι στρατηγοί. Με την κατάκτηση της Αιγύπτου από τους Τούρκους (1517), οι οποίοι σκότωσαν τον τελευταίο Μαμελούκο σουλτάνο, Τουμάν μπέη, οι Μ. έχασαν τη διακυβέρνηση. Δεν παραιτήθηκαν όμως από όλες τις εξουσίες τους, τις οποίες εξακολουθούσαν να ασκούν ανταγωνιζόμενοι τους πασάδες που έστελνε η Κωνσταντινούπολη. Όταν ο Ναπολέων Α’ αποβιβάστηκε στην Αίγυπτο, οι Μ. αποτελούσαν ακόμη τον ισχυρότερο πυρήνα της αιγυπτιακής πολιτοφυλακής. Ηττήθηκαν στη μάχη των πυραμίδων (1798), αλλά οι Αιγύπτιοι ηγεμόνες δεν έπαψαν ποτέ να τους φοβούνται, επειδή ήταν φιλοπόλεμοι και ατίθασοι. Μόνο ο Μοχάμετ Άλι κατόρθωσε να τους εξοντώσει (1811), παγιδεύοντάς τους ύστερα από προδοσία στην ακρόπολη του Καΐρου. Ακολούθησε γενική σφαγή.
Ταπέτο του 15oυ-17oυ αι., δείγμα της τέχνης των Μαμελούκων.
Κουτί από ελεφαντόδοντο του 14ου αι., αντιπροσωπευτικό της τέχνης των Μαμελούκων.
Dictionary of Greek. 2013.